συμπεριφορά

συμπεριφορά
η, ΝΑ
[συμπεριφέρὦ, -ομαι]
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή
2. (βιολ.-ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος
3. φρ. α) «δεν έχει συμπεριφορά» — είναι ανάγωγος, φέρεται άπρεπα
β) «αντικοινωνική συμπεριφορά»
(κοινων.) η συμπεριφορά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων η οποία αντίκειται στα συμφέροντα τού κοινωνικού συνόλου μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή διαταράσσει την ισορροπία, τη συνοχή ή την επιβίωσή του
γ) «αποκλίνουσα συμπεριφορά»
(ψυχολ.) η συμπεριφορά ενός ατόμου ή οποία διαφέρει σημαντικά από τον μέσο όρο τής συμπεριφοράς τών άλλων ατόμων, την κοινώς λεγόμενη φυσιολογική
δ) «έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά» — η αποκλίνουσα συμπεριφορά η οποία αντίκειται στις κοινωνικές επιταγές και στους επικρατούντες ηθικούς κανόνες
ε) «θεραπεία συμπεριφοράς» ή «τροποποίηση συμπεριφοράς»
(ψυχιατρ.) το σύνολο τών θεραπευτικών τεχνικών οι οποίες βασίζονται στην εφαρμογή τών αρχών τής μάθησης και προσανατολίζονται κυρίως προς το σύμπτωμα και λίγο ή καθόλου προς τις διαδικασίες τού ασυνειδήτου
στ) «συλλογική συμπεριφορά»
(κοινων. ψυχολ.) συμπεριφορά που εκδηλώνει ένα σύνολο ατόμων και η οποία προκαλείται από το ίδιο ερέθισμα χωρίς να ελέγχεται από κανόνες, όπως είναι η βία στα γήπεδα, ο πανικός κ.ά.
ζ) «συμβατική συμπεριφορά»
(κοινων.) συμπεριφορά που υπαγορεύεται από τον τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς τον οποίο ακολουθεί κατά κανόνα το κοινωνικό σύνολο
η) «συμβολική συμπεριφορά»
(κοινων.-ανθρωπολ.) πράξεις ή διαγωγή, που, πάντα ή σε ειδικές περιπτώσεις, έχουν μια ειδική σημασία, όπως λ.χ. όταν κάνει κανείς το σημείο τού σταυρού, ανάβει κερί ή γονατίζει όταν μπει σε εκκλησία
θ) «διαταραχή συμπεριφοράς»
(ψυχιατρ.) ψυχική διαταραχή ή ψυχολογικό πρόβλημα που εκδηλώνεται ουσιαστικά στο επίπεδο τών παρατηρήσιμων τύπων συμπεριφοράς
ι) «έλεγχος συμπεριφοράς»
(ψυχιατρ.) διαμόρφωση τής συμπεριφοράς ενός ατόμου με τη βοήθεια τής πειθούς, τών φαρμάκων ή άλλων μέσων
ια) «επιστήμες συμπεριφοράς» — επιστήμες που έχουν ως αντικείμενο τη μελέτη τών ανθρώπινων πράξεων, όπως είναι η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η πολιτιστική ανθρωπολογία κ.ά.
ιβ) «συμπεριφορά τού ανθρώπου»
(ψυχολ.) η εκδηλούμενη και δυνητική ικανότητα για δραστηριότητα στη φυσική, στη διανοητική και στην κοινωνική σφαίρα τής ζωής τού ανθρώπου, η οποία αποτελεί αντικείμενο έρευνας τής σύγχρονης ψυχολογίας
ιγ) «συμπεριφορά τών ζώων»
βιολ. κάθε δραστηριότητα ενός ολοκληρωμένου ζωικού οργανισμού
ιδ) «ενστικτώδης συμπεριφορά»
βιολ. κληρονομική, συνήθως, συμπεριφορά που επηρεάζεται ελάχιστα από τις εμπειρίες κάθε ατόμου και αποτελεί ακολουθία πολύπλοκων πράξεων οι οποίες διατρέχουν μια καθορισμένη πορεία
ιε) «τροφική συμπεριφορά»
βιολ. το σύνολο τών κινήσεων που κάνει το ζώο για τη λήψη τής τροφής του
ιστ) «αναπαραγωγική συμπεριφορά» — τα γεγονότα και οι δραστηριότητες που υπεισέρχονται άμεσα στη διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός αναπαράγεται
ιζ) «προγαμιαία συμπεριφορά»
βιολ. πράξεις που έχουν σκοπό την υπερκέραση τής εχθρότητας και, γενικά, τών δυσκολιών ανάμεσα σε μελλοντικούς σεξουαλικούς συντρόφους πριν από τη σύζευξή τους
ιη) «αλτρουιστική συμπεριφορά»
βιολ. συμπεριφορά κατά την οποία ένα ζώο ξοδεύει μέρος τής ενέργειάς του για να βοηθήσει ένα άλλο, χωρίς το ίδιο να ευνοείται άμεσα
αρχ.
1. σχέση, συναναστροφή
2. συνουσία
3. ενδοτικότητα, υποχωρητικότητα («συγγνώμην δὲ τοῑς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῡν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων διδόντες», Πολ.)
4. προσήνεια
5. επιείκεια
6. φρ. «συμπεριφορὰν ποιοῡμαι χρημάτων» — είμαι ενδοτικός σε ό,τι αφορά την απαίτηση πληρωμής επιγρ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”